- καλοχώνευτος
- -η, -ο1. (για τροφές) εύπεπτος, χωνευτικός, ελαφρός2. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός που γίνεται εύκολα δεκτός από άλλους, ευχάριστοςβ) (για θεωρίες, ιδέες, για περιεχόμενο συγγραμμάτων και για συγγραφείς) αυτός που κατανοείται εύκολα, εύληπτος, ευκολονόητοςγ) (για δυσάρεστο συμβάν και ειδ. ως ευχή) αυτός που λησμονιέται εύκολα, που η οδύνη του είναι παροδική («καλοχώνευτο να σού είναι»).
Dictionary of Greek. 2013.